- στρουθάριον
- τὸ, Α [στρουθός]υποκορ. μικρός σπουργίτης, σπουργιτάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουθαρίων — στρουθάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθάρια — στρουθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)